τηκόλιθος

τηκόλιθος
ὁ, ΜΑ
(για φάρμακο) αυτός που διαλύει τις πέτρες τών νεφρών
αρχ.
είδος πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τήκω + λίθος (πρβλ. φιλό-λιθος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τηκόλιθος — dissolving stones masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηκόλιθον — τηκόλιθος dissolving stones masc/fem acc sg τηκόλιθος dissolving stones neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηκολίθου — τηκόλιθος dissolving stones masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηκόλιθοι — τηκόλιθος dissolving stones masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”